τραχηλιαίος

τραχηλιαίος
αία, ον, τραχηλικός, ή , ό[ν] шейный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "τραχηλιαίος" в других словарях:

  • τραχηλιαίος — α, ο / τραχηλιαῖος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τράχηλο ή αυτός που βρίσκεται γύρω από τον τράχηλο, τραχηλικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ τραχηλιαῖον το μέρος γύρω από τον τράχηλο («τὸ τραχηλιαῖον τοῡ βοός», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • τραχηλιαῖον — τραχηλιαῖος of masc acc sg τραχηλιαῖος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχηλιαίας — τραχηλιαί̱ᾱς , τραχηλιαῖος of fem acc pl τραχηλιαί̱ᾱς , τραχηλιαῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • τραχήλιος — (I) ο, Ν ζωολ. γένος βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων τής τάξης τών ολοτρίχων. (II) ὁ, Α [τράχηλος] τραχηλιαίος («κόσμος τραχήλιος», Ανέκδοτα Βεκκήρου) …   Dictionary of Greek

  • τραχηλικός — ή, ό / τραχηλικός, ή, όν, ΝΑ [τράχηλος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τράχηλο, τραχηλιαίος …   Dictionary of Greek

  • τραχηλιμαίος — αία, ον, Α τραχηλιαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. ιμαῖος (βλ. αίος), πρβλ. ονυχ ιμαίος] …   Dictionary of Greek

  • τραχηλιαίαν — τραχηλιαί̱ᾱν , τραχηλιαῖος of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»